-
1 εἰσιτήριος
A belonging to entrance: εἰσιτήρια (sc. ἱερά), τά, a sacrifice at the beginning of a year or entrance on an office, D.19.190;εἰ. ὑπὲρ τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι Id.21.114
, cf. SIG 695.25 (Magn. Mae., ii B.C.), D.C.45.17;εἰσιτήριοι θυσίαι Hld.7.2
: sg., εἰσιτήριον, τό, entrance-deposit, PRyl.77.37 (ii A.D., ἰσητ-Pap.):— [dialect] Att. Inscrr. have [full] εἰσιτητήρια, IG22.17, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσιτήριος
См. также в других словарях:
εισιτήριος — ο (AM εἰσιτήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» εισαγωγικές εξετάσεις β. «εισιτήριος λόγος» εναρκτήριος λόγος γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι»… … Dictionary of Greek